- φιλήνιος
- -ον, Α(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσ-ήνιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιληνίους — φιλήνιος accepting the rein masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek